Σύμφωνα με τη μυθική παράδοση, η ελληνική λέξη «κρόκος» προέκυψε όταν ο θεός Ερμής, παίζοντας στα λιβάδια με το φίλο του Κρόκο, τον τραυμάτισε θανάσιμα άθελά του στο κεφάλι. Πέφτοντας ο Κρόκος νεκρός, τρεις σταγόνες από το αίμα του έπεσαν στο κέντρο του λουλουδιού και προέκυψαν τρία νηματίδια στο χρώμα του αίματος. Έκτοτε το λουλούδι πήρε το όνομα κρόκος. Οι θεϊκοί συμβολισμοί είναι προφανείς για τον κρόκο, το λουλούδι με τα σπάνια χαρίσματα, που έχει χρησιμοποιηθεί διαχρονικά μέχρι σήμερα σαν φάρμακο, άρτυμα και βαφικό υλικό.
H ονομασία «Κρόκος» προέρχεται από την ελληνική λέξη «Κροκή» (νήμα – υφάδι που με τη σαΐτα πλέκεται στο στημόνι). H λέξη «Κρόκος» αυτούσια ή σε παράγωγά της (κρό- κινος, κροκόδαπτος, κροκόεσσα, κ.λπ.) είναι γνωστή από τα πρώτα κείμενα που εμφανίστηκαν στον κόσμο
Με την έννοια του φυτού ή της χρωστικής ουσίας, η λέξη «Κρόκος» αναφέρεται σε κείμενα του Ομήρου (στον 178 ύμνο προς τη Δήμητρα μιλά για κρόκιο άνθος) του Σοφοκλή, του Θεόφραστου, του Αριστοφάνη, του Ιπποκράτη κ.λπ. Ο κρόκος ως φυτό με τις ιδιότητές του (χρωστικής ουσίας, φαρμάκου, βοτάνου ή αρτύματος) ήταν γνωστός τόσο στην Αρχαία Ελλάδα όσο και σε άλλους αρχαίους λαούς. Υποστηρίζεται ότι ο κρόκος καλλιεργήθηκε στην Ελλάδα κατά τη μεσομινωϊκή περίοδο. Την άποψη αυτή ενισχύει και μια τοιχογραφία της εποχής εκείνης (1600 π.Χ.) «Ο κροκοσυλλέκτης» που βρέθηκε στα Ανάκτορα της Κνωσσού στην Κρήτη, παριστάνοντας νεαρό ή νεαρή, που μαζεύει λουλούδια κρόκου σε καλάθι. Ακόμα υποστηρίζεται, ότι με την κροκοκαλλιέργεια καταγίνονταν οι Έλληνες κατά τους Ελληνιστικούς χρόνους και ότι με την εκστρατεία του Μεγάλου Αλεξάνδρου διαδόθηκε στην Ανατολή.
Σήμερα είναι γνωστός ως Kρόκος ο ήμερος (Crocus sativus L.), οικογένεια Iridaceae ή ζαφορά ή σαφράνι, είναι ένα από τα σπάνια φαρμακευτικά, αρτύσιμα και με μεγάλη χρωστική ικανότητα φυτά.
Ακόμη από τα αρχαία χρόνια ο Ιπποκράτης, πατέρας της ιατρικής και άλλοι σύγχρονοι γιατροί της εποχής του, όπως ο Διοσκουρίδης και ο Γαληνός αναφέρουν τον κρόκο σαν θεραπευτικό φυτό και φάρμακο χάρη σε δύο συστατικά, την πικροκροκίνη και την κροκίνη.
Εθεωρείτο παυσίπονο, αντιπυρετικό, επουλωτικό, κατά της αϋπνίας και καλό για το στομάχι.
Περιέχει βιταμίνη Β12, λυκοπίνη, ζεαξανθίνη, α-β καροτένιο καθώς και βιταμίνη C, σίδηρο, κάλιο και μαγνήσιο. Αρκεί μια πολύ μικρή ποσότητά του να προσθέσει εξαιρετική γεύση και άρωμα σε όλα τα φαγητά, στον καφέ ή άλλα ροφήματα.
Ο κόκκινος Ελληνικός κρόκος, το είδος Crocus Sativus Cartwrightianus θεωρείται ο βασιλιάς των μπαχαρικών. Η εξαιρετική του ποιότητα είναι ανώτερη παγκοσμίως και καλλιεργείται μόνο στη περιοχή της Κοζάνης από τον 17ο αιώνα μ.Χ. όπου η ακολουθούμενη καλλιεργητική διαδικασία, οι κλιματικές και εδαφικές συνθήκες της περιοχής αλλά και οι ειδικές γνώσεις για την καλλιέργεια του φυτού, συντελούν στην άριστη ποιότητα και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του. Αυτά είναι η υψηλή χρωστική δύναμη, έντονο, χαρακτηριστικό άρωμα και η πικάντικη γεύση.
Η επεξεργασία του γίνεται με το χέρι και απαιτούνται 150.000 άνθη για την παραγωγή 1 Κιλού ξερού κρόκου ή 90.000 σκυψίματα των εργατών για να συλλεχθούν αυτά τα λουλούδια. Παρόλο την ακριβή τιμή του (θεωρείται το πιο ακριβό μπαχαρικό στον κόσμο) αυτό αντισταθμίζεται με την ελάχιστη ποσότητα που χρησιμοποιείται κάθε φορά.